23/1/08

Με αφορμή το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ

I.- Από πού θα ‘πρεπε ν’ αρχίσουμε
Αν υπάρχει κάτι που χαρακτηρίζει την πολιτική περίοδο που διανύουμε, είναι η απαξίωση όλου ή σχεδόν όλου του συστήματος εξουσίας (και ως προς τις τέσσερις εξουσίες) αν και δεν κατανέμεται σύμμετρα αυτή η απαξίωση. Αυτό που καταγράφουν και τα γκάλοπ είναι πως τη μερίδα του λέοντος σε ότι αφορά την απαξίωση την εισπράττουν τα κόμματα εξουσίας.
Πιστεύει το εκλογικό σώμα πως έτσι «τιμωρεί» τα κόμματα εξουσίας για τη διάψευση των ελπίδων που καλλιεργούν προεκλογικά;
Προσωπικά το θεωρώ πάρα πολύ πιθανό, αφού ένας κύκλος εναλλάξ πολυετούς διακυβέρνησης από τα δύο μεγάλα κόμματα, κατέληξε σε απογοήτευση, μεγάλου μέρους των οπαδών τους, τουλάχιστον αυτών που δεν ανήκουν στον πολύ σκληρό τους πυρήνα και δεν ευνοήθηκαν από τη νομή της εξουσίας.
Να μην ξεχνάμε ότι ο κύκλος της μεταπολίτευσης άνοιξε με θριαμβευτική επανεμφάνιση Καραμανλή, σαν σωτήρα από τα τάνκς, συνέχισε με ταχύτατη άνοδο του ΠΑΣΟΚ κι εξαφάνιση του κέντρου, πέρασε στην ανατροπή της πολύχρονης διακυβέρνησης της δεξιάς και την θριαμβευτική άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Το ΠΑΣΟΚ ευαγγελιζόταν τον τρίτο δρόμο στο σοσιαλισμό και διακρινόταν διεθνώς για την αριστερή κριτική στη δυτικοευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Να μην ξεχνάμε ότι την περίοδο εκείνη η σοσιαλδημοκρατία μετρούσε πολύχρονες διακυβερνήσεις στη Δ. Γερμανία, Σουηδία κλπ. Υπήρχε δηλαδή ένα εφαρμοσμένο μοντέλο, που παρήγε ευημερία και το ζήτημα ήταν αν αυτή κατανεμόταν με τον κοινωνικά δικαιότερο τρόπο. Επακολούθησε η κατάρρευση των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού και η «μετανάστευση θέσεων εργασίας» (Outsourcing) και ανέκυψε πλέον το πρόβλημα αντιμετώπισης υψηλών ποσοστών ανεργίας και απειλής κατάρρευσης του συστήματος επιδότησης ανέργων. Την ίδια περίοδο μεσουρανεί στο χώρο της κοινωνικής συντήρησης ο (νέο)φιλελευθερισμός, είτε με το σκληρό αντικοινωνικό πρόσωπο του «θατσερισμού» ή με μετριοπαθέστερα υβριδικά μοντέλα. Στην ουσία η κοινωνική συντήρηση «έκανε ταμείο» από την κατάρρευση του κρατισμού στην ανατολή, που επεκτεινόταν ραγδαία και στη δύση. Η αδυναμία δηλαδή ενός κρατικο-καπιταλιστικού μοντέλου είτε αυταρχικού, «ανατολικού τύπου» ή ενός δημοκρατικού «δυτικοευρωπαϊκού τύπου», όχι να επιμερίσει αλλά να παράγει ευημερία, οδήγησε στην ιδεολογική κυριαρχία του (νέο)φιλελευθερισμού, ο οποίος στην ακραία, την καθαρή, την «πούρα» μορφή του, εξοβελίζει το κράτος –και άρα την πολιτική- από την παραγωγή και την εναποθέτει στις δυνάμεις της αγοράς σε μια νέα εκδοχή της «αόρατης χείρας» του Adam Smith, που παλινορθώνεται επενδεδυμένη με νέο μανδύα.
Φυσικά το αντίβαρο δεν είναι η εμμονή στο κρατικό-καπιταλιστικό μοντέλο. Οι νοσταλγοί ενός μοντέλου που κατέρρευσε, όσο και αν πιστεύουν πως «διαφυλάσσουν Θερμοπύλες» στην ουσία εμποδίζουν το καινούριο να προκύψει.
II.- Ένα νέος ρόλος για το κράτος
Αν θέλουμε λοιπόν να προχωρήσουμε μπροστά, θα πρέπει να δούμε τι απέτυχε, για να μην «πετάξουμε το παιδί μαζί με τα βρωμόνερα».
Το κράτος σαν παραγωγός, παρήγε νομενκλατούρα και διαφθορά, απέτυχε να παράγει ανταγωνιστικά, χωρίς να προασπίσει τις πλουτοπαραγωγικές πηγές, τους συντελεστές της παραγωγής, τους οποίους κατά βάση καταλήστευσε για να αντισταθμίσει τη μη ανταγωνιστικότητά του. Από την άλλη πλευρά το κράτος –πάντα σαν παραγωγός- αποτέλεσε μηχανισμό σταθερότητας της παραγωγής και εξασφάλισης των εργαζομένων, ένα αμορτισέρ κοινωνικής ειρήνης δηλαδή, που επέτρεψε στη δυτική Ευρώπη να ξεπερνάει ανώδυνα 10ετείς κύκλους, «πετρελαϊκά σοκ» κλπ.
Το κράτος λοιπόν σαν παραγωγός μπορεί και πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι θα είναι ανταγωνιστικό με όρους αγοράς.
Είναι ένα στοίχημα αυτό, αν δηλαδή μπορεί το κράτος να απεμπολήσει τις ρουσφετολογικές προσλήψεις, τις ευνοιοκρατικές αναρριχήσεις, τις αδιαφανείς σχέσεις με τους προμηθευτές, τότε ναι αυτό το μοντέλο μπορεί να ανταγωνιστεί τους νεόκοπους γιάπηδες. Ότι χάνει σε ευελιξία, μπορεί να το αντισταθμίζει με την εμπιστοσύνη των καταναλωτών ότι το προϊόν δεν είναι επιβλαβές, ανθυγιεινό και ότι κατά την παραγωγή του γίνεται η μικρότερη δυνατή επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Μια τέτοια μονάδα απαιτεί
(α) μάνατζερ και όχι κομματάρχη για να τη διευθύνει,
(β) συνδικαλιστές που θα προασπίζουν τα δικαιώματα των εργαζόμενων και όχι να τα φαλκιδεύουν με αντάλλαγμα τη συν-διοίκηση (κατά βάση κακο-διοίκηση) της παραγωγικής μονάδας,
(γ) μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου που να υποκαθιστούν την εταιρική διακυβέρνηση, εκεί όπου αυτή δεν θα μπορεί να λειτουργήσει εκ των πραγμάτων.
III.- Να μην ξεχνάμε και τον ιδιωτικό τομέα
Ανάλογοι μηχανισμοί κοινωνικού ελέγχου πρέπει να λειτουργήσουν και στον ιδιωτικό επιχειρηματικό χώρο. Ο κρατικός τομέας έχει ένα μεγάλο μερίδιο διαφθοράς, αλλά δεν έχει το μονοπώλιο! Τα όσα έγιναν στο χρηματιστήριό μας το 1998-99, περιείχαν στη βάση τους ασύδοτους ιδιώτες επιχειρηματίες, που με ληστρικές αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, ενθυλάκωσαν τις λαϊκές αποταμιεύσεις, χωρίς παραγωγικό στόχο και σχέδιο, εμφορούμενοι από τη «φιλοσοφία της αρπαχτής» με το κράτος να κάνει απλά τα «στραβά μάτια»
Η απαρέγκλιτη εφαρμογή των κανόνων της εταιρικής διακυβέρνησης και η προώθηση της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης σε συνδυασμό με την δημιουργία νέων μηχανισμών κοινωνικού ελέγχου, περιβαλλοντικού κύρια, μπορεί να επαναπροσανατολίσουν τον ιδιωτικό τομέα σε μια κοινωνικά αποδεκτή κατεύθυνση, χωρίς γραφειοκρατική περίσφιξη ή κρατική καχυποψία.
Φυσικά όλα αυτά απαιτούν τη δημιουργία κινήματος, που να ανοίγει δρόμους σαυτή την κατεύθυνση. Δεν πιστεύω στην παρθενογένεση σε οποιαδήποτε εκδοχή της και με όσο καλές προθέσεις κι αν συνοδεύεται. Θυμηθείτε απλά τι (δεν) έγινε με τη «συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση των επιχειρήσεων» που απλά εξαγγέλθηκε, αλλά πουθενά δεν έγινε σοβαρή έστω απόπειρα να εφαρμοστεί.
IV.- Ποιο είναι το στίγμα μας
Αν επιμένει να οριοθετήσει κανείς την πρόταση αυτή με τους κλασικούς πολιτικούς όρους, θα την θεωρούσα σαν μια αριστερή πρόταση εξουσίας, την οποία θεωρώ αξιόπιστη, γιατί δίνει λύσεις και απαντήσεις με κοινό παρανομαστή το κοινωνικό όφελος, προασπίζοντας τον ενεργό ρόλο και τα συμφέροντα των πολλών (άμεσα κι έμμεσα) στην παραγωγική διαδικασία.
Δεν έχει καμία σχέση με την παραδοσιακή αιτηματολογία της αριστεράς, που στην καλύτερή της εκδοχή, ευαγγελίζεται –έξω από το χορό-έναν κόσμο που απλά δεν υπάρχει, ενώ στη χειρότερη αποτελεί απολογητή ενός μοντέλου που στην εφαρμογή του κατέληξε σε αληθή κόλαση για τους εργαζόμενους και τα δικαιώματά τους.
Είναι σύγχρονη, αφού απαντάει στα σημερινά προβλήματα με λύσεις για το αύριο, που δεν αναπαράγουν το χθες.
Δεν αναθέτει στο κράτος ρόλους που αποδείχθηκε ότι δε μπορεί να διεκπεραιώσει και δεν καταφεύγει σε ευχολόγια, καταπολεμήσεων κάθε είδους, που ως αποδείχθηκε δεν αρκεί η ύπαρξη πολιτικής βούλησης για να τις ενεργοποιήσει.
Δυστυχώς όμως δεν έχει και κάποιο μαγικό ραβδάκι που να λύνει όλα τα προβλήματα, είναι κατεύθυνση και απαιτεί όλα τα άλλα κομμάτια ενός παζλ-κυβερνητικού προγράμματος (σε επόμενα σημειώματα σχεδιάζω να πω κάτι περισσότερο σαυτά στο μέτρο των μικρών μου δυνατοτήτων σε ατομικό επίπεδο), που θα επιτρέψει στο ΠΑΣΟΚ να αναθερμάνει τις πολιτικές του σχέσεις με τα χειμαζόμενα κοινωνικά στρώματα, ανασυνθέτοντας το κοινωνικό του πρόσωπο όχι με λίφτινγκ, αλλά σε μια ειλικρινή και μόνιμη βάση, απαλλαγμένη από λαϊκισμούς και στείρο αντικυβερνητισμό. Πέρασε επιτυχώς το ΠΑΣΟΚ σαν κυβέρνηση τις συμπληγάδες της ΟΝΕ και της διοργάνωσης των ολυμπιακών αγώνων, τσακίζοντας όμως το κοινωνικό του πρόσωπο. Δεν του έλειψε η «αριστερή ρητορεία», ούτε η φιλεργατική πλειοδοσία. Δεν κατάφερε όμως να πείσει ότι και το ίδιο σαν κυβέρνηση θα άλλαζε ριζικά τη ζωή των ανθρώπων του μόχθου, των πραγματικών παραγωγών.-